κλιμακτήρ

κλιμακτήρ
κλῑμακ-τήρ, ῆρος, ,
A rung of a ladder, E.Hel.1570, Ar.Fr.277, Hp. Art.78, IG22.244.80, 11(2).203A43 (Delos, iii B.C.).
II Astrol., critical point in human life, determined by multiples of 7, as 35, 49, 63, Varr. ap. Gell.3.10.9, Epist.Aug.ib.15.7.3, Vett.Val.143.9, Ptol. Tetr.141, Heph.Astr.1.1, etc.;

κ. ἑβδοματικοί Theol.Ar.53

: generally, danger, Anon. ap. Suid.s.v. ἐγκοπή.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλιμακτήρ — κλῑμακτήρ , κλιμακτήρ rung of a ladder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Климактерий (ботаника) — У этого термина существуют и другие значения, см. Климактерий. Климактерий (от др. греч. κλιμακτήρ  ступень лестницы)  временный резкий подъём дыхания у плодов в конце их созревания. Наблюдается у большинства плодов, за исключением… …   Википедия

  • восход — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κλιμακτήρ) ступень лестницы.     … …   Словарь церковнославянского языка

  • Climaterio — (Del gr. klimakter, escalón < klimax, escala.) ► sustantivo masculino FISIOLOGÍA Etapa de la vida en que se manifiesta la decadencia de la actividad sexual y de todas las funciones del organismo. * * * climaterio (del gr. «klimaktḗr», escalón) …   Enciclopedia Universal

  • κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτήριος — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια γυναίκα μεταβαίνει από τα αναπαραγωγικά στα μη αναπαραγωγικά χρόνια της. Βλ. λ. εμμηνόπαυση. * * * ο θηλ. και α [κλιμακτήρ] (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο η εποχή τής… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτηρίζω — και κλιμακτηρίζομαι (Α) [κλιμακτήρ] εισέρχομαι στον κλιμακτηριακό* ενιαυτό, διέρχομαι την πιο κρίσιμη περίοδο τής ζωής …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτηρικός — ή, ό (Α κλιμακτηρικός, ή, όν) [κλιμακτήρ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα 2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» η… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՆԴՈՒՂՔ — (դղոց. եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ, դխոց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. ՍԱՆԴՈՒՂՔ եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ. κλίμαξ scala κλιμακτήρ gradus scalae. Գտանի գրեալ եւ ՍԱՆԴՈՒՂ, եւ որպէս ռմկ. ՍԱՆԴՈՒՂԴ, ՍԱՆԴՈՒԽՏ. (որպէս սանտրաձեւ ուղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κλιμακτῆρα — κλῑμακτῆρα , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακτῆρας — κλῑμακτῆρας , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”